- ψευδευλαβής
- -ές, ΝΑαυτός που προσποιείται τον ευλαβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + εὐλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταρτούφος — ο, Ν 1. ήρωας ομώνυμης κωμωδίας τού Μολιέρου, ενσάρκωση τής κακίας και τής υποκρισίας 2. ως προσηγ. α) άνθρωπος ανήθικος ο οποίος μιλά συνεχώς για την ηθική προκειμένου να εξαπατά έτσι τους αφελείς β) υποκριτής και ψευδευλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ … Dictionary of Greek
ψευδευλάβεια — και ψευδοευλάβεια, η, ΝΜ [ψευδευλαβής] προσποιητή ευλάβεια … Dictionary of Greek